κάτευγμα

κάτευγμα
κάτευγμα, τὸ (Α) [κατεύχομαι]
(μόνο στον πληθ.) τὰ κατεύγματα
α) οι ευχές, τα ταξίματα («καὶ πρὸς τὶ δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;», Αισχύλ.)
β) οι αρές, οι κατάρες
γ) αναθήματα, αφιερώματα, σύμβολα ικεσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάτευγμα — vows neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευγμάτων — κάτευγμα vows neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεύγμασι — κάτευγμα vows neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεύγμασιν — κάτευγμα vows neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεύγματα — κάτευγμα vows neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”